κήπευμα
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ατος, τό, garden, κηπεύματα Χαρίτων Ar.Av.1100, cf. Apollod.Hist. ap. Ath.15.682d, Dicaearch.1.13.
German (Pape)
[Seite 1432] τό, das im Garten Gebau'te, das Gartengewächs; Ar. Av. 1095; Ath. XV, 682 d u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
plante potagère ou de jardin.
Étymologie: κηπεύω.
Greek (Liddell-Scott)
κήπευμα: τό, ἄνθος τοῦ κήπου, κηπεύματα Χαρίτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1100, πρβλ. Ἀπολλόδ. παρ’’Αθην. 682D, Ἑρμάνν. Πονημάτ. 1. 58.
Greek Monolingual
το (ΑΜ κήπευμα) κηπεύω
φυτό που καλλιεργείται σε κήπο, που αναπτύχθηκε σε κήπο, φυτό ή άνθος του κήπου
αρχ.
κήπος.
Greek Monotonic
κήπευμα: -ατος, τό (κηπεύω), λουλούδι του κήπου, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κήπευμα -ατος, τό [κηπεύω] tuin.
Russian (Dvoretsky)
κήπευμα: ατος τό садовое растение, цветок (κηπεύματα Χαρίτων Arph.).