κήπευμα

From LSJ
Revision as of 20:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήπευμα Medium diacritics: κήπευμα Low diacritics: κήπευμα Capitals: ΚΗΠΕΥΜΑ
Transliteration A: kḗpeuma Transliteration B: kēpeuma Transliteration C: kipevma Beta Code: kh/peuma

English (LSJ)

ατος, τό, garden, κηπεύματα Χαρίτων Ar.Av.1100, cf. Apollod.Hist. ap. Ath.15.682d, Dicaearch.1.13.

German (Pape)

[Seite 1432] τό, das im Garten Gebau'te, das Gartengewächs; Ar. Av. 1095; Ath. XV, 682 d u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plante potagère ou de jardin.
Étymologie: κηπεύω.

Greek (Liddell-Scott)

κήπευμα: τό, ἄνθος τοῦ κήπου, κηπεύματα Χαρίτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1100, πρβλ. Ἀπολλόδ. παρ’’Αθην. 682D, Ἑρμάνν. Πονημάτ. 1. 58.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κήπευμα) κηπεύω
φυτό που καλλιεργείται σε κήπο, που αναπτύχθηκε σε κήπο, φυτό ή άνθος του κήπου
αρχ.
κήπος.

Greek Monotonic

κήπευμα: -ατος, τό (κηπεύω), λουλούδι του κήπου, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κήπευμα -ατος, τό [κηπεύω] tuin.

Russian (Dvoretsky)

κήπευμα: ατος τό садовое растение, цветок (κηπεύματα Χαρίτων Arph.).

Middle Liddell

κήπευμα, ατος, τό, κηπεύω
a garden-flower, Ar.