καλπασμός

From LSJ
Revision as of 16:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλπασμός Medium diacritics: καλπασμός Low diacritics: καλπασμός Capitals: ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kalpasmós Transliteration B: kalpasmos Transliteration C: kalpasmos Beta Code: kalpasmo/s

English (LSJ)

ὁ, trotting, ὁ ἐν ἀναβολῇ κ. Philum. ap. Orib.45.29.36.

Greek Monolingual

ο (Α καλπασμός) καλπάζω
ο ταχύτερος από τους βηματισμούς του αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι.

German (Pape)

ὁ, = κάλπη, Sp.