καρταίπους
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, = κραταίπους (q.v.), Pi.O. 13.81: neut. pl., καρταίποδα, τά, larger cattle, beasts, Leg.Gort.4.36, al.: sg., καρταῖπος, τό, GDI4998i 17 (Gortyn), al.
German (Pape)
[Seite 1330] ποδος, = κραταίπους, so nennt Pind. Ol. 13, 81 den Stier.
Greek (Liddell-Scott)
καρταίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. ποδος, = κραταίπους (ὃ ἴδε), Πίνδ. Ο. 13. 81.
English (Slater)
καρταίπους strong-footed one i. e. bull. (v. W. Schulze. Kl. Schr. 405.) ὅταν δ' εὐρυσθενεῖ καρταίποδ ἀναρύῃ Γαιαόχῳ (byz.: κραται- codd.) (O. 13.81)
Greek Monolingual
καρταίπους, -ουν (Α)
κραταίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρταί- + -πους (< ποῦς), πρβλ. γωνιόπους, ελαφόπους
το α' συνθετικό καρταί- είναι μορφή με την οποία απαντά η λ. -κάρτος (κράτος) ως α' συνθετικό, κατά τα παλαί-, χαμαί- (πρβλ. παλαίμαχος, χαμαι-λέων)].
Russian (Dvoretsky)
καρταίπους: ποδος adj. с мощными ногами (sc. ταῦρος Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρταίπους -πουν, gen. -ποδος [κράτος, πούς] met stevige poten.