καύστης
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
καύστου, Dor. καύστας, ὁ, one that burns, τινος Dosiad.Ara11; νεκρῶν Glossaria; one that smelts, Ptol. Tetr.179; stoker, BGU952.5 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1408] ὁ, = καυστήρ, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
καύστης: -ου, ὁ, ὁ καίων, φλέγων, χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτὰς Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 250· καύστης νεκρῶν Γλωσσ.
Greek Monolingual
καύστης, δωρ. τ. καύστας, ό (ΑΜ) καίω
1. αυτός που φλέγει, που καίει
2. αυτός που τήκει, που λειώνει κάτι («χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτάς», Πρόκλ.)
3. θερμαστής καμινιού, καμινοκαύστης.