λωποδυσία

From LSJ
Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωποδῠσία Medium diacritics: λωποδυσία Low diacritics: λωποδυσία Capitals: ΛΩΠΟΔΥΣΙΑ
Transliteration A: lōpodysía Transliteration B: lōpodysia Transliteration C: lopodysia Beta Code: lwpodusi/a

English (LSJ)

ἡ, (λῶπος, δύω) prop. slipping into another's clothes: hence, highway-robbery, J.BJ4.3.4 (pl.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λωποδῠσία: ἡ, κλοπὴ ἐνδυμάτων, «ξεγύμνωμα», λῄστευσις, Γλωσσ.· ― λωποδῠσίου δίκη, καταγγελία ἐπὶ λῃστείᾳ, λωποδυσίᾳ, Ἑρμογέν.· πρβλ. Att. Process. σ. 360.

Greek Monolingual

η (Α λωποδυσία και λωποδυτία) λωποδύτης
ξεγύμνωμα, επιτήδεια κλοπή, ιδίως αντικειμένων μικρής αξίας
αρχ.
κλοπή ενδυμάτων.

German (Pape)

ἡ, Kleiderdiebstahl, s. λωποδύτης.