λυχνίδιον
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
English (LSJ)
τό, v. λυχνεῖον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite lampe ou petite lanterne.
Étymologie: λύχνος.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λύχνιον, μικρὸς λυχνοστάτης, λυχνοῦχος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 115, 274, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 5. [Πιθ.-ῖδ-, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 4].
Greek Monolingual
λυχνίδιον, τὸ (Α)
βλ. λυχνείδιον.
Russian (Dvoretsky)
λυχνίδιον: (ῐδ) τό небольшой светильник Plut., Luc.