μηνιγγοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 14:19, 26 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνιγγοφύλαξ Medium diacritics: μηνιγγοφύλαξ Low diacritics: μηνιγγοφύλαξ Capitals: ΜΗΝΙΓΓΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: mēningophýlax Transliteration B: mēningophylax Transliteration C: miniggofylaks Beta Code: mhniggofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, a metallic protector to prevent injury to the μῆνιγξ in operations on the skull, Cels.8.3, Heliod. ap. Orib.44.11.2, Gal.2.686, Alex.Trall.1.14; also used of a dressing, Heliod. ap. Orib.46.19.4.

German (Pape)

[Seite 174] ακος, ὁ, Wächter der Hirnhaut, ein chirurgisches Instrument, welches beim Ausschneiden verletzter Knochen der Hirnschale gebraucht wird, um das Gehirn nicht zu beschädigen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

μηνιγγοφύλαξ: ὁ, ἐργαλεῖον χρησιμεῦον πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς μήνιγγος ἀπὸ βλάβης κατά τινα ἐπὶ τοῦ κρανίου ἐγχείρησιν, Ὀρειβάσ. σ. 6 Mai.· membranae custos, παρὰ Κέλσῳ.

Greek Monolingual

μηνιγγοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. μεταλλικό προστατευτικό κάλυμμα το οποίο χρησιμοποιούνταν για την προστασία της μήνιγγας από πιθανή βλάβη κατά τη διάρκεια εγχειρήσεων που γίνονταν στο κρανίο
2. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνιγξ, -ιγγος + φύλαξ.