ναυμαχία

From LSJ
Revision as of 22:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυμᾰχῐ́ᾱ Medium diacritics: ναυμαχία Low diacritics: ναυμαχία Capitals: ΝΑΥΜΑΧΙΑ
Transliteration A: naumachía Transliteration B: naumachia Transliteration C: navmachia Beta Code: naumaxi/a

English (LSJ)

Ion. ναυμαχίη, ἡ, sea fight, naval battle, Hdt.6.14, al., Th.1.13, etc.; ν. ποιέεσθαι Hdt.8.49; ναυμαχίῃ κρατήσας, ἑσσωθέντες, Id.3.39, 6.92; ναυμαχίᾳ νικᾶν X.HG1.6.2; ναυμαχίας νενικήκατε ib.1.1.28; ναυμαχίαν ἀπώσασθαί τινα in a sea-fight, Th.1.32; πολλὰς ν. νεναυμαχηκώς Lys.7.41; τὴν περὶ Σαλαμῖνα ν. τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς βαρβάρους Pl.Lg.707b.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, Schiffs-, Seeschlacht; Her. 7, 141. 8, 49; Thuc. 1, 32; Plat. Menex. 242 c u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
combat naval.
Étymologie: ναύμαχος.

Greek (Liddell-Scott)

ναυμᾰχία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ κατὰ θάλασσαν διὰ πλοίων μάχη, Ἡρόδ. 6. 14, κ. ἀλλ., Θουκ. κλ.· ν. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 8. 49· ναυμαχίῃ κρατήσας εἷλε Ἡρόδ. 3. 39.· ἑσσωθέντες τῇ ναυμαχίῃ ὁ αὐτ. 6. 92· ναυμαχίᾳ νικᾶν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 2· ἀλλ’ ὡσαύτως, ναυμαχίαν νικᾶν αὐτόθι 1. 1, 28· τὴν μὲν οὖν γενομένην ναυμαχίαν αὐτοὶ κατὰ μόνας ἀπεωσάμεθα Κορινθίους, κατὰ μὲν οὖν τὴν γενομένην ναυμαχίαν, κτλ., Θουκ. 1. 32· πολλὰς ν. ναυμαχεῖν Λυσ. 112. 2· τὴν περὶ Σαλαμῖνα ν. τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς βαρβάρους Πλάτ. Νόμ. 707Β.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ναυμαχία, Α ιων. τ. ναυμαχίη) ναύμαχος
πολεμική σύγκρουση που διεξάγεται στη θάλασσα με πλοία, πολεμική αναμέτρηση ναυτικών δυνάμεων («τὴν περὶ Σαλαμῑνα ναυμαχίαν τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς βαρβάρους γενομένην», Πλάτ.)
αρχ.
1. (στους Ρωμαίους) αγώνες κατά τους οποίους γίνονταν θεαματική αναπαράσταση μάχης μεταξύ πλοίων στην οποία χρησιμοποιούνταν ως ναυμάχοι δούλοι ή καταδικασμένοι σε θάνατο
2. χώρος στον οποίο τελούνταν τέτοιου είδους αγώνες.

Greek Monotonic

ναυμᾰχία: ἡ, Ιων. -ίη, μάχη στη θάλασσα, ναυμαχία, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ναυμᾰχία: ион. ναυμᾰχίη ἡ сражение на море, морской бой (ναυμαχίαν ποιεῖσθαι Her.; ναυμαχίᾳ или ναυμαχίαν νικᾶν Xen.): ναυμαχίαν ἀπώσασθαί τινα Thuc. отразить кого-л. в морском бою.

Middle Liddell

ναυ-μᾰχία, ἡ,
a sea-fight, Hdt., Thuc., etc.

English (Woodhouse)

sea battle, sea fight

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)