ἐμμέθοδος

From LSJ
Revision as of 14:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμέθοδος Medium diacritics: ἐμμέθοδος Low diacritics: εμμέθοδος Capitals: ΕΜΜΕΘΟΔΟΣ
Transliteration A: emméthodos Transliteration B: emmethodos Transliteration C: emmethodos Beta Code: e)mme/qodos

English (LSJ)

ον, according to rule or system, S.E.P.2.21; τὸ ἐ. systematic arrangement, Ph.2.512. Adv. -δως systematically, Cleom.2.1, Hero*Deff.138.5, A.D.Synt.155.21, S.E.M.1.188, etc.: Comp. -ώτερον Procl.Hyp.6.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 conforme a un método o criterio, sistemático, científico ἐμμεθόδοις ἀποδείξεσι χρησάμενοι S.E.M.1.188, λόγος S.E.P.2.21, Ammon.in Int.82.29, χειρουργία ἐστὶν ἄρσις ἐ. τοῦ ... ἀλλοτρίου Gal.14.780, ἀποφυγή Aristid.Quint.133.2, cf. Procl.in Ti.1.261.18, Simp.in Cael.656.5, compar. τὸ μετεωροσκοπεῖον τοῦ ἀστρολάβου ... ἐμμεθοδώτερον κατεσκεύασται Procl.Hyp.6.2
subst. τὸ ἐμμέθοδον sistematicidad λογικῇ φύσει τὸ ἐ. οἰκεῖον Ph.2.512, cf. S.E.P.2.48.
2 adv. -ως metódica, sistemáticamente σαφῶς τε καὶ ἐ. δείξομεν Hero Def.138.5, cf. A.D.Synt.155.21, S.E.M.1.188, ἐ. δὲ χρῆται τῇ αἰτίᾳ Asp.in EN 15.3, cf. Aët.11.29, τὰ ἑξάγωνα ὁ Ποτάμων ἐ. ἀνέγραψε Simp.in Cael.654.12, cf. Aristid.Pro.139.3, Cleom.2.1.343, Syrian.in Hermog.2.81.2.

German (Pape)

[Seite 808] methodisch, kunstgemäß u. regelrecht, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμέθοδος: -ον, μεθοδικός, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· τὸ ἐμμ., συστηματικὴ τακτοποίησις, διάταξις, Φίλων 2. 512. - Ἐπίρρ. ἐμμεθόδως, μεθοδικῶς, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμμέθοδος, -ον)
1. αυτός που γίνεται με μέθοδο, μεθοδικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμέθοδο(ν)
μεθοδικότητα, συστηματική τακτοποίηση.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμέθοδος: методически построенный, продуманный (λόγος Sext.).