ἐξουσιαστής
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
οῦ, ὁ, mighty one, person in authority, LXXIs.9.6(5), Cat.Cod.Astr.5(3).86, PGen.53.2 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 889] ὁ, der Machthaber, LXX. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξουσιαστής: -οῦ, ὁ ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν, θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης Ἑβδ. (Ἡσαΐας Θ΄, 6), Σύμμ. ἐν Ἱερ. ΝΑ΄, 46, κλ.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εξουσιάστρια) (AM ἐξουσιαστής)
αυτός που έχει όλη την εξουσία, που ασκεί πλήρη εξουσία («Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που εξουσιάζει κάποιον ή κάτι («εκηρύχθησαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι», «ἐξουσιαστὴς εἰς τὴν ἐμὴν ἀγάπην «).