ἐπιμηνίω

From LSJ
Revision as of 15:28, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμηνίω Medium diacritics: ἐπιμηνίω Low diacritics: επιμηνίω Capitals: ΕΠΙΜΗΝΙΩ
Transliteration A: epimēníō Transliteration B: epimēniō Transliteration C: epiminio Beta Code: e)pimhni/w

English (LSJ)

to be angry with, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε δίῳ Il.13.460, cf. App. BC3.55; τινὶ τῶν γεγονότων Id.Mith.55.

German (Pape)

[Seite 963] zürnen auf, τινί, Il. 13, 460; τινί τι, auf Jemand wegen Etwas, App. Civ. 3, 55.

French (Bailly abrégé)

être irrité contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, μηνίω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμηνίω: εἶμαι ὠργισμένος ἐναντίον τινός, Πριάμῳ ἐπεμήνϊε δίῳ Ἰλ. Ν. 460· τινί τι, πρός τινα ἕνεκά τινος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 55.

English (Autenrieth)

only ipf., was at feud with, Il. 13.460†.

Greek Monolingual

ἐπιμηνίω (Α)
οργίζομαι εναντίον κάποιου («ἀεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηνίω «οργίζομαι» (< μήνις, «οργή»)].
ἐπιμηνιῶ, -άω (Μ)
επιμηνίω.

Greek Monotonic

ἐπιμηνίω: είμαι οργισμένος εναντίον κάποιου, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμηνίω: сердиться, гневаться (τινί Hom.).

Middle Liddell

to be angry with, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε Il.