ἐπωφέλημα
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ατος, τό, help, store, βορᾶς S.Ph. 275.
German (Pape)
[Seite 1016] τό, Beistand, Nutzen, βορᾶς, Soph. Phil. 275.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
secours, utilité.
Étymologie: ἐπωφελέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωφέλημα: τό, βοήθημα, ταμίευμα, βορᾶς Σοφ. Φ. 275.
Greek Monolingual
ἐπωφέλημα, τὸ (Α)
βοήθημα, προμήθεια («βορᾱς ἐπωφέλημα σμικρόν», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπωφέλημα: -ατος, τό, βοήθεια, αρωγή, προμήθεια, βοήθημα, βορᾶς, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπωφέλημα: ατος τό помощь, поддержка: βορᾶς ἐ. Soph. помощь продовольствием.
Middle Liddell
ἐπωφέλημα, ατος, τό, [from ἐπωφελέω
a help, store, βορᾶς Soph.