ἔρεψις

From LSJ
Revision as of 17:03, 12 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρεψις Medium diacritics: ἔρεψις Low diacritics: έρεψις Capitals: ΕΡΕΨΙΣ
Transliteration A: érepsis Transliteration B: erepsis Transliteration C: erepsis Beta Code: e)/reyis

English (LSJ)

εως, ἡ, roofing, Thphr.HP5.6.1, Supp.Epigr.3.147 (iii B. C.); style of roof, Plu.Per.13, Ant.45, etc.

German (Pape)

[Seite 1026] ἡ, das Bedecken, Bedachen, das Dach, Theophr.; Plut. Pericl. 13 Anton. 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρεψις: -εως, ἡ, ἐπιστέγασις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 1 στέγη, Πλουτ. Περικλ. 13, Ἀνώνυμ. 45, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
toit.
Étymologie: ἐρέφω.

Greek Monolingual

ἔρεψις, ἡ (Α)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ερέφω, η επιστέγαση
2. στέγη, σκεπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέφω «καλύπτω»].

Greek Monotonic

ἔρεψις: -εως, ἡ (ἐρέφω), επιστέγασμα, σκεπή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔρεψις: εως ἡ ἐρέφω крыша, кровля Plut.

Middle Liddell

ἔρεψις, εως ἐρέφω
a roofing, roof, Plut.