ἀπατιμάω
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
dishonour greatly, ἀπητίμησε Il.13.113.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰτῑμάω) deshonrar ἀπητίμησε ... Πηλεΐωνα Il.13.113.
German (Pape)
[Seite 282] entehren, beschimpfen, Il. 13, 113 ἀπητίμησε Πηλείωνα, Homerisch statt des simpl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰτῑμάω: ἀτιμάζω μεγάλως, ἀπητίμησε Ἰλ. Ν. 113· οὐδ’ Ἕρσην γοργῶπις ἀπητίμησεν Ἀθήνη Ἀνθ. Π. παράρτ. 51, 54.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπητίμησα;
c. ἀπατιμάζω.
Greek Monotonic
ἀπᾰτῑμάω: αόρ. αʹ -ητίμασα, προξενώ βαριά ατίμωση, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰτῑμάω: Hom. = ἀπατιμάζω.