εἰδοί
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
or ἰδοί, ῶν, αἱ, = Lat. Idus, D.H.6.89, Plu.Rom.23, Tab.Defix. Aud.242.49 (Carthage, i A. D.): gen. pl. εἰδυῶν IG7.2225 (Thisbe); cf. εἰδυιοί.
Spanish (DGE)
-ῶν, αἱ
• Alolema(s): εἰδυιοί ID 1510.18 (II a.C.); εἰδυοί IG 7.2225.14 (Tisbe II a.C.); ἰδοί TDA 242.49 (Cartago I d.C.)
• Morfología: [dat. εἴδαις PNess.30.2 (VI d.C.)]
lat. idus los días 13 ó 15 del mes en el calendario romano προτέρᾳ εἰδυῶν Ὀκτωμβρίων IG l.c., πρὸ ἡμερῶν πέντε εἰδυιῶν Φεβροαρίων IPr.41.2 (II a.C.), πρὸ ἑβδόμης εἰδῶν Φεβροαρίων FD 4.281.7 (II a.C.), cf. D.H.6.89, IUrb.Rom.1658 (III d.C.?), PHerm.Rees 18.2 (IV d.C.), εἰδυιοῖς ἐντερκ<α>λαρίοις ID 1510.18 (II a.C.), νόνναις ... εἰδοὶ δι' ἐνάτης (ἐπιβάλλουσι) Plu.2.270d, εἰδοῖς Φεβρουαρίοις I.AI 16.172, cf. D.H.1.38, 10.59, Thasos 185.37 (I d.C.?), Plu.Rom.23, Caes.63, POxy.Astr.4181.2.1.9 (II d.C.), SB 9222.10 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 723] αἱ, die römischen Idus, D. H. 6, 89 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδοί: -ῶν, αἱ, Λατ. idus, «εἰδοί, παρὰ Ρωμαίοις αἱ κατὰ τὸ τέλος τοῦ μηνὸς ἡμέραι. εἰς τρία γὰρ οὗτοι τοὺς μῆνας διῄρουν, καὶ τὰς μὲν αὐτῶν ὠνόμαζον καλάνδας, ἤγουν τὰς νουμηνίας, τὰς δὲ νόννας, τὰς δὲ λοιπὰς εἰδούς» Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 144 - «καλάνδαι λέγονται αἱ πρῶται δέκα ἡμέραι τοῦ μηνός, νόνναι αἱ δεύτεραι, καὶ εἰδοὶ αἱ τρίται» Βαλσαμὼν Καν. 64, Διον. Ἁλ. 6. 89, Πλουτ. Ρωμ. 23.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
les ides, dans le calendrier romain.
Étym. lat. idus.
Greek Monolingual
εἰδοί και ἰδοί, αἱ (Α)
η 13η ή η 15η ημέρα του ρωμαϊκού μήνα.
Greek Monotonic
εἰδοί: -ῶν, αἱ, η Ρωμαϊκή Εδός (οι τελευταίες δέκα μέρες του μήνα), σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
εἰδοί: ῶν αἱ (лат. idus) иды (15-й день марта, мая, июля и октября и 13-й - остальных месяцев римск. календаря) Plut.
Middle Liddell
the Roman Idus, Plut.