εὐκόσμητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, welladorned, h. Merc.384.
German (Pape)
[Seite 1075] wohl geordnet, geschmückt, H. h. Merc. 384.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien orné, bien disposé.
Étymologie: εὐκοσμέω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκόσμητος: -ον, (κοσμέω) εὖ κεκοσμημένος, Ὁμ. Ὕμν εἰς Ἑρμ. 384.
Greek Monolingual
εὐκόσμητος, -ον (Α)
ο στολισμένος καλά, ο καλλωπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοσμητός (< κοσμώ «στολίζω»)].
Greek Monotonic
εὐκόσμητος: -ον (κοσμέω), καλοστολισμένος, καλοδιακοσμημένος, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
εὐκόσμητος: красиво устроенный или украшенный (ἀθανάτων προθύραια HH).