τριπόνητος

From LSJ
Revision as of 10:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπόνητος Medium diacritics: τριπόνητος Low diacritics: τριπόνητος Capitals: ΤΡΙΠΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: tripónētos Transliteration B: triponētos Transliteration C: triponitos Beta Code: tripo/nhtos

English (LSJ)

ἔρις, fruit of threefold rivalry in toil, AP 6.286 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
accompli par un triple travail.
Étymologie: τρεῖς, πονέω.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπόνητος: ἔρις, ἅμιλλα μεταξὺ τριῶν ἐργατίδων γυναικῶν πρὸς ἐκπόνησιν ἔργου τινός, Ἀνθ. Π. 6. 286.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «τριπόνητος ἔρις» — άμιλλα μεταξύ τριών εργατριών για τη διεκπεραίωση ενός έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. χειρο-πόνητος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριπόνητος -ον [τρι-, πονέω] waar intensief aan gewerkt is.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπόνητος: связанный с тройной работой: τ. ἔρις Anth. соревнование между тремя работницами.

Middle Liddell

τρῐπόνητος, ἔρις, ιος, ἡ,
τρῐπόνητος, ἔρις, ἡ, a contest between three labouring women, Anth.