ἱμαντόδετος
From LSJ
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
ἱμαντόδετον, bound with thongs, Glossaria on τρητοῖσι, Sch.Od.1.440.
German (Pape)
[Seite 1252] mit Riemen gebunden, Schol. Od. 1, 440.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντόδετος: -ον, δεδεμένος δι’ ἱμάντων, Σχολ. εἰς Ὀδ. Α. 440.
Greek Monolingual
ἱμαντόδετος, -ον (Α)
δεμένος με ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -δετος (< δετός < δέω), πρβλ. λινόδετος, σχοινόδετος].