ὀκλαδόν
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
Adv. with bent hams, in crouching, cowering posture, A.R.3.122, Nonn.D.1.358, al.; cf ὀκλάξ.
German (Pape)
[Seite 315] mit gebogenen Knieen kauernd, hockend, ἧστο, Ap. Rh. 3, 122.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκλᾰδόν: Ἐπίρρ., μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, «γονατιστά», Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 122· ὡσαύτως ὀκλάξ, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
(Α ὀκλαδόν)
επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά
νεοελλ.
με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπαδόν)].