ὀξύγοος

From LSJ
Revision as of 17:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύγοος Medium diacritics: ὀξύγοος Low diacritics: οξύγοος Capitals: ΟΞΥΓΟΟΣ
Transliteration A: oxýgoos Transliteration B: oxygoos Transliteration C: oksygoos Beta Code: o)cu/goos

English (LSJ)

ον, shrill-wailing, λιταί A.Th.320 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 352] hell, laut klagend, λιταί, Aesch. Spt. 802.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
accompagné de gémissements aigus, perçants.
Étymologie: ὀξύς, γόος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύγοος: -ον, ὁ ὀξέως γοῶν, θρηνῶν, λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 320.

Greek Monolingual

ὀξύγοος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -γοος (< γοώ), πρβλ. αβρό-γοος].

Greek Monotonic

ὀξύγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με οξεία, τσιριχτή φωνή, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύγοος: (ῠ) сопровождаемый воплями, громко стонущий (λιταί Aesch.).