ἡλίκος

From LSJ
Revision as of 19:38, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλίκος Medium diacritics: ἡλίκος Low diacritics: ηλίκος Capitals: ΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: hēlíkos Transliteration B: hēlikos Transliteration C: ilikos Beta Code: h(li/kos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον,

   A as big as, πόσος τις; μικρός, ἡλίκος Μόλων Ar.Ra. 55; τί τοσοῦτον ὕβρισεν, ἡλίκον . .; D.21.147; τηλικοῦτος, ἡ. οὐδείς πω βασιλεύς Id.1.9.    2 of age, as old as, ἄνδρα . . ἡλίκον Θουκυδίδην Ar. Ach.703; τοῖσιν ἡλίκοισι νῷν, = τηλίκοις ἡλίκοι νώ, Id.Ec.465; οἱ ἡλίκοι ἐγώ,= τηλίκοι ἡλίκοι ἐγώ, Pl.La.180d: rare in Trag., ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι . . of what various ages . ., S.OT15.    3 in indirect questions, how big, how great, Thphr.Char.23.2, Crates Theb.18, etc.; ὁρῶν ἡ. ἐστὶ Φίλιππος D.6.6, cf. Pl.Chrm.154b; freq. in expressions of wonder, θαυμάσι' ἡλίκα extraordinarily great, D.19.24; θαυμαστὸν ἡλίκον Id.24.122; μέγιστα ἡλίκα Luc.Merc.Cond.13; also, how small, ἰδοὺ ἡλίκον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει Ep.Jac.3.5; ἂν ἴδω γὰρ ἡλίκον ἰχθὺν ὅσου τιμῶσι Antiph.166.6, cf. Luc.Herm.5.    4 in exclamations, ἡλίκον λαλεῖς Men.Sam.40. (Compd. of yo-, relat. Pron. stem (cf. ὅς), and -āli- (cf. ἧλιξ), with suffix -κο-; cf. πηλίκος, τηλίκος.)

German (Pape)

[Seite 1162] (Correlativum zu πηλίκος), so groß wie; bei Ar. Ran. 55 wird auf die Frage πόθος; πόσος τις; geantwortet μικρός, ἡλίκος Μόλων, klein, so groß (oder so klein) wie Molon; κατεστήσαμεν τηλικοῦτον, ἡλίκος οὐδείς πω βασιλεὺς γέγονε Μακεδονίας, so groß, so mächtig, wie noch Keiner, Dem. 1, 9; auch = so alt wie, Ar. Ach. 668; in indir. Frage, wie groß, αὐτίκα εἴσει καὶ ἡλίκος καὶ οἷος γέγονε Plat. Charm. 154 b; ἡλίκα γ' ἐστὶ τὰ διάφορα οὐδὲ λόγου προσδεῖ Dem. 1, 27; τοῦτο δὲ ἡλίκον ἐστί, θεωρήσατε, wie bedeutend es ist, 20, 32; ὁρῶν, ἡλίκος ἤδη καὶ ὅσων κύριός ἐστι Φίλιππος, wie mächtig, 6, 6; ἁλίκα τραύματα ποιεῖς Theocr. 19, 6; auch = wie alt, ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι προσήμεθα βωμοῖσι Soph. O. R. 15; – bes. im staunenden od. bewundernden Ausrufe, θαυμαστὸς ἡλίκος, Wunder wie groß, Dem. 19, 24; τῷ μεγάλα ἢ θαυμάσια ἡλίκα δοῦναι 20, 41; Sp.; Luc. vrbdt μέγιστα ἡλίκα τἀγαθά, de merc. cond. 13.