δρυοκολάπτης

From LSJ
Revision as of 11:21, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρῠοκολάπτης Medium diacritics: δρυοκολάπτης Low diacritics: δρυοκολάπτης Capitals: ΔΡΥΟΚΟΛΑΠΤΗΣ
Transliteration A: dryokoláptēs Transliteration B: dryokolaptēs Transliteration C: dryokolaptis Beta Code: druokola/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, woodpecker, of which Arist. distinguishes four species, the great black, Picus martius, the green, Picus viridis, and the spotted (both greater and less). Picus major and minor, HA593a5, cf. 614b7, Str.5.4.2; = Lat. picus, D.H.1.14:—also δρυκολάπτης, Ar.Av.480,979; δρῠοκόλαψ, Hsch. s.v. ἵπτα (prob. l.); δρῠοκόπος, Arist.PA662b7.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ orn. pájaro carpintero Arist.Mir.831b5, Thphr.HP 9.8.6, D.H.1.14.5, Str.5.4.2, Plu.2.268f, Cyran.3.12.1, varias especies, Arist.HA 593a5, 614b7, cf. tb. δρυκολάπτης.

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, Baumhacker, Specht; Arist. H. A. 8, 3; Strab. 5, 4, 2, wo Cas. δρυκολάπτης hat, s. d. W.

Greek (Liddell-Scott)

δρυοκολάπτης: -ου, ὁ, «ξυλοφαγᾶς», οὗ ὁ Ἀριστ. τρία εἴδη διακρίνει (Picus viridis, P. major καί minor), Ἱ. Ζ. 8. 3, 7, πρβλ. 9. 9, 1·- ὡσαύτως δρυκολάπτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 480, 979, Στράβ.· παρ’ Ἡσυχ. δρυοκόλαψ· καὶ δρυοκόπος ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: δρῦς, κολάπτω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ δρυοκολάπτης)
πτηνό που τρέφεται με έντομα και κάμπιες τις οποίες ανακαλύπτει κάτω από τον φλοιό τών δέντρων του δάσους.

Greek Monotonic

δρυοκολάπτης: -ου, ὁ (κολάπτω), τρυποκάρυδος, σε Αριστοφ.· δρυκολάπτης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δρυοκολάπτης: ου ὁ дятел Arst., Plut.

Middle Liddell

δρυο-κολάπτης, ου, n n n κολάπτω
the woodpecker, Arist. δρυκολάπτης, in Ar.