ἰόμωροι

From LSJ
Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόμωροι Medium diacritics: ἰόμωροι Low diacritics: ιόμωροι Capitals: ΙΟΜΩΡΟΙ
Transliteration A: iómōroi Transliteration B: iomōroi Transliteration C: iomoroi Beta Code: i)o/mwroi

English (LSJ)

οἱ, twice in Hom.,

   A Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες Il.4.242; Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι 14.479. (Expld. by Sch. as caring for arrows (cf. μέριμνα), but ῐ is against this: perh. noisy (cf. ἰά).)

Greek (Liddell-Scott)

ἰόμωροι: οἱ, δὶς παρ’ Ὁμ., Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες Ἰλ. Δ. 242˙ Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι Ξ. 479. ― Ἡ ἀναλογία ἐκ τοῦ ἐγχεσίμωρος ὑποδεικνύει τὴν σημασίαν ἣν ἀποδίδει εἰς τὴν λέξιν ὁ Σχολ. «οἱ περὶ τοὺς ἰούς, ὅ ἐστι τὰ βέλη, κακοπαθοῦντες, πολεμικοί» (ἐκ τῆς √ΜΕΡ, μέριμνα, μερ-μερίζω, κτλ.), Μ. Μüller, Lectures, 2. 333 ― ἀλλὰ (1) τὸ ι τοῦ ἰὸς (βέλος) εἶναι μακρὸν, ἐνῷ ἐν τῇ λέξ. ἰόμωροι εἶναι βραχύ (2) εἶναι βέβαιον ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμηρου οἱ Ἕλληνες συνήθως δὲ ἔκαμνον χρῆσιν βελῶν˙ (3) ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις φαίνεται ὡς λέξις ὀνειδιστική. Ἡ πιθανωτέρα ἑρμηνεία εἶναι: δυστυχής, δύσμοιρος, ἄθλιος, κακόμοιρος, εἶναι δὲ ἀδύνατον νὰ παραδεχθῇ τις ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ ἴον, μόρος, ἔχων τὴν μοῖραν τοῦ ἴου, βραχύβιος. Ἕτεροι παράγουσι τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ἰά, φωνή, = θορυβώδης, ταραχώδης, Γλάδστων ἐν Hom. Stud. 1. 356, Ἡσύχ. ― Ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τοῦ ἰο- διαμένει ἀμφίβολος, καὶ ἡ ἔννοια τῆς καταλήξεως -μωρος εἶναι ἐπ’ ἴσης σκοτεινὴ ἐνταῦθα ὡς καὶ ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ὅπου ἀπαντᾷ, ἐγχεσίμωρος, ὑλακόμωρος, σινάμωρος.