ἐπιπώρωσις

From LSJ
Revision as of 15:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπώρωσις Medium diacritics: ἐπιπώρωσις Low diacritics: επιπώρωσις Capitals: ΕΠΙΠΩΡΩΣΙΣ
Transliteration A: epipṓrōsis Transliteration B: epipōrōsis Transliteration C: epiporosis Beta Code: e)pipw/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A formation of a callus, -ωσιν ποιεῖσθαι Id.Art.14; -ώσιες ἄρθρων γίγνονται Aret.SD2.12. 2. callus, Placit.5.13.1 (pl.); of projections on renal stones, Aret.SD2.3.

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, das Verhärten auf der Oberfläche, Hippocr. u. Sp.; = dem Vorigen, Medic.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
calus.
Étymologie: ἐπί, πωρόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπώρωσις: -εως, ἡ, ὁ σχηματισμὸς τύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791: ― τύλος, callus, Πλούτ. 2. 906F, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.

Greek Monolingual

ἐπιπώρωσις, ἡ (Α) επιπωρούμαι
1. σχηματισμός σκληρωμάτων, αποσκλήρυνση στην επιφάνεια
2. κάλος στο δέρμα
3. προεξοχή στις πέτρες τών νεφρών.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπώρωσις: εως ἡ затвердение, огрубение (на коже), мозоль Plut.