ἐπίσκωψις
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
εως, ἡ, mocking, raillery, Plu.Ant.24 (pl.).
German (Pape)
[Seite 980] ἡ, das Spotten, der Scherz, mit παιδιά verbunden, Plut. Anton. 24.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
moquerie, raillerie.
Étymologie: ἐπισκώπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσκωψις: -εως, ἡ, τὸ ἐπισκώπτειν, ἐμπαιγμός, «περίπαιγμα» Πλουτ. Ἀντών. 24.
Greek Monolingual
ἐπίσκωψις, ἡ (Α) επισκώπτω
εμπαιγμός, περιγέλασμα.
Greek Monotonic
ἐπίσκωψις: -εως, ἡ, εμπαιγμός, κοροϊδία, πείραγμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσκωψις: εως ἡ насмешка, подшучивание Plut.