νιφόεις
English (LSJ)
εσσα, εν, A snowy, snowclad, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Od.19.338; κατ' Οὐλύμπου ν. Il.18.616; ν. Ὀλύμπου Hes.Th.117; ὤρανος ν. Alc.17; ν. Αἴτνα Pi.P.1.20; Παρνασός S.OT 473 (lyr.); σκόπελος Ar.Nu.273. II snow-white, Ἑλένη (v.l. σελήνη) Ion Trag.46.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
neigeux, couvert de neige.
Étymologie: *νίψ.
Greek (Liddell-Scott)
νῐφόεις: εσσα, εν, (νίφα) χιονώδης, χιονιζόμενος, κεκαλυμμένος διὰ χιόνων, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Ὀδ. Τ. 338· κατ’ Οὐλύμπου ν. Ἰλ. Σ. 616· ν. Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 117· (ἐντεῦθεν, οὐρανὸς ν. Ἀλκαῖ. 17)· ν. Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 36· Παρνασὸς Σοφ. Ο. Τ. 473· σκόπελος Ἀριστοφ. Νεφ. 273.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (σν.): snowy, snowclad, epithet of mountains.
English (Slater)
νῐφόεις snowy νιφόεσσ' Αἴτνα (P. 1.20) ]νιφόεντα. σε[ ?fr. 334. 8.
Greek Monolingual
νοφόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ' Αἴτνα», Πίνδ.)
2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- του νείφει «χιονίζει» + κατάλ. -όεις (πρβλ. τροφ-όεις)].
Greek Monotonic
νῐφόεις: -εσσα, -εν (νίφα), χιονισμένος, χιονοσκεπής, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
νῐφόεις: όεσσα, όεν покрытый снегом, весь в снегу (Οὔλυμπος Hom.; Παρνασός Soph.).
Middle Liddell
νῐφόεις, εσσα, εν νίφα
snowy, snowclad, snowcapt, Hom., Hes., etc.