γεραιόφρων
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) old of mind, sage, A.Supp.361 (lyr., Burges for γεραφρόνων).
Spanish (DGE)
-ον
venerable en el saber σὺ δὲ παρ' ὀψιγόνου μάθε γ. A.Supp.361.
Greek (Liddell-Scott)
γεραιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) γέρων τὰς φρένας, σοφός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ 361, κατὰ Burges ἀντὶ γεραφρόνων· πρβλ. παλαιόφρων.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
qui a l'esprit d'un vieillard, càd avisé, prudent.
Étymologie: γεραιός, φρήν.
Greek Monolingual
γεραιόφρων (-όνος), ο, η (Α)
συνετός.
Russian (Dvoretsky)
γεραιόφρων: ονος adj. умудренный годами, опытный (Aesch. - v.l. к γεραρὸς φρόνων).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεραιόφρων -ον, gen. -ονος γεραιός, φρήν met de geest van een oude man, d.w.z. wijs. Aeschl. Suppl. 361.