φοινικόλοφος

From LSJ
Revision as of 10:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόλοφος Medium diacritics: φοινικόλοφος Low diacritics: φοινικόλοφος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: phoinikólophos Transliteration B: phoinikolophos Transliteration C: foinikolofos Beta Code: foiniko/lofos

English (LSJ)

ον, purple-crested or crimson-crested, δράκων E.Ph. 820 (lyr.); ὄρνιθες Theoc.22.72; ἀλεκτρυόνες Gp.14.16.2.

German (Pape)

[Seite 1296] mit purpurrothem Federbusch, Kamm; δράκων, Eur. Phoen. 827; Hahn, Theocr. 22, 72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'aigrette ou à la crête écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹, λόφος.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόλοφος: -ον, ὁ ἔχων λόφον πορφυροῦν, δράκων Εὐρ. Φοίν. 820· ὄρνιθες Θεόκρ. 22. 72· ἀλεκτρυὼν Γεωπ. 14. 16, 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει λοφίο από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος
«πορφυρό χρώμα» + -λόφος (< λόφος), πρβλ. ξανθό-λοφος, χρυσό-λοφος].

Greek Monotonic

φοινῑκόλοφος: -ον, αυτός που έχει λοφίο κόκκινο ή πορφυρό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόλοφος: с пурпурным гребнем или с пурпурным хохолком (δράκων Eur.; ὄρνις Theocr.).

Middle Liddell

φοινῑκό-λοφος, ον,
purple or crimson-crested, Eur.