γεραίτερος
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
γεραίτατος, Comp. and Sup. of γεραιός (q.v.).
Spanish
miembro del consejo de ancianos, senador
German (Pape)
[Seite 485] -τατος, compar. u. superl. zu γεραιός.
French (Bailly abrégé)
v. γεραιός.
Greek (Liddell-Scott)
γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ γεραιός, ὃ ἴδε.
Greek Monotonic
γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. και υπερθ. του γεραιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεραίτερος comp., zie γεραιός.