συγκερασμός

From LSJ
Revision as of 09:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκερασμός Medium diacritics: συγκερασμός Low diacritics: συγκερασμός Capitals: ΣΥΓΚΕΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: synkerasmós Transliteration B: synkerasmos Transliteration C: sygkerasmos Beta Code: sugkerasmo/s

English (LSJ)

ὁ, mixing, tempering, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 967] ὁ, das Vermischen, Mildern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκερασμός: ὁ, σύγκρασις, μῖξις, μετρίασις, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ συγκεράννυμι
1.(κυριολ. και μτφ.) ανάμιξη, ανακάτεμα (α. «συγκερασμός του οίνου» β. «συγκερασμός αντιλήψεων»)
2. μετριασμός, περιστολή
νεοελλ.
μουσ. η ρύθμιση μιας ηχητικής πηγής, όπως είναι η φωνή ή μια χορδή, έτσι ώστε να παραχθεί το επιδιωκόμενο τονικό ύψος σε αναλογία προς ένα δεδομένο τονικό ύψος.