διαπειλέω
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
threaten violently, Hdt.7.15; δ. ὡς μηνύσει Id.2.121.γ: c.inf.fut., Plu.Oth.16:—Med., διαπειλεῖσθαί τινι Aeschin.1.43, Alex. 306, PPetr.2p.1: c. inf., forbid with threats, μηθένα φέρειν ὅπλον Plb. 1.78.15; ἄλλα τε δ. καὶ ὡς… Conon 50.3.
Spanish (DGE)
proferir amenazas (ὄνειρον) διαπειλῆσαν οἴχεται (el fantasma onírico) tras proferir amenazas se ha ido Hdt.7.15, c. ὡς: διαπειλέειν αὐτὴν ὡς ... μηνύσει αὐτόν (dicen) que ella amenazó con denunciarle Hdt.2.121γ, c. inf. διηπείλουν ἀποσφάξειν Plu.Oth.16, cf. D.S.17.40, c. ac. int. πολλὰ διαπειλήσας profiriendo muchas amenazas Hld.1.30.1, θάνατον αὐτῷ τοῦ σατράπου διαπειλήσαντος habiéndole amenazado el sátrapa de muerte Hld.2.32.2, cf. en v. pas., Hld.5.25.2
•en v. med. mismo sent. ἵνα ῥήτωρ ... μηδὲ διαπειλοῖτο Lys.12.72, cf. D.S.16.27, 20.33, I.AI 16.203
•proferir amenazas contra c. dat. de pers. διηπειλεῖτό μοι Alex.302, διαπειλησαμένου ... Μισγόλα ... τοῖς ξένοις Aeschin.1.43, cf. PPetr.2.1.14 (III a.C.), αὐτοῖς παρ' ἐμοῦ LXX Ez.3.17, cf. Plu.Agis 19
•prohibir con amenazas c. or. de inf. μεθένα φέρειν ὅπλον Plb.1.78.15, cf. D.S.19.107.
German (Pape)
[Seite 594] heftig drohen; Her. 7, 15; ὡς μηνύσει 2, 121, 3; ἀποσφάξειν Plut. Oth. 16. Häufiger im med.; τινί, Aesch. 1, 43; διηπειλεῖτό σοι Alexis B. A. 82; sequ. inf., Pol. 1, 78, 14 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
menacer fortement.
Étymologie: διά, ἀπειλέω.
Greek (Liddell-Scott)
διαπειλέω: σφοδρῶς ἀπειλῶ, Ἡρόδ. 7. 15· δ. ὡς μηνύσει ὁ αὐτ. 2. 121, 3· μετὰ μέλλ. ἀπαρ., Πλούτ. Ὄθ. 16· - οὕτως ἐν τῷ μέσ., διαπειλεῖσθαί τινι Αἰσχίν. 7. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 72· μετ᾿ ἀπαρ., Πολύβ. 1. 78, 15.
Greek Monotonic
διαπειλέω: μέλ. -ήσω, απειλώ βιαίως, εκβιάζω, σε Ηρόδ. — ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-απειλέω (hevig) (be)dreigen; met dat.:; δ. τοῖς ἑταίροις zijn vrienden Plut. Alex. 76.8; met inf.:; δ. ἀποσφάξειν dreigen te doden Plut. Oth. 16.3; met ὡς-zin.: διαπειλέειν ὡς ἐλθοῦσα πρὸς τὸν βασιλέα μηνύσει αὐτὸν ἔχοντα τὰ χρήματα zij dreigde dat ze naar de koning zou gaan en zou vertellen dat hij het geld had Hdt. 2.121γ.2.
Russian (Dvoretsky)
διᾰπειλέω: чаще med. грозить, угрожать (ποιεῖν τι Polyb., τινι Aeschin., Plut. и τινι ποιεῖν τι Plut.): διαπειλήσα; οἴχεται Her. он удаляется, произнеся угрозы.