βωρεύς
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
-εως, ὁ, pickled mullet, Xenocr.76:—Dim. βωρίδιον, τό, Id.78.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
ict. cierto mújol, Mugil cephalus L. o Mugil capito Cuvier, Xenocr.36.
• Etimología: Quizá prést. del egip. Cf. copto bori.
German (Pape)
[Seite 469] ὁ, eine Fischart, Xenocr. de aquat. 76.
Greek (Liddell-Scott)
βωρεύς: ὁ, εἶδος ἰχθύος ταριχευτοῦ (κοινῶς βοῦρος). Ξενόκρ. Ἐνύδρ. 36· -ὑποκορ. βωρίδιον, τό, αὐτόθι.
Greek Monolingual
βωρεύς, ο (Α)
το ψάρι βούρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με τη γλώσσα του Ησύχιου βώροι «οφθαλμοί» δεν έχει ισχυρή βάση, αφού στη λ. βώροι προϋποτίθεται πιθ. δίγαμμα δηλ. βώροι < Fώροι (πρβλ. ορώ). Ίσως πρόκειται για αιγυπτιακή λ. (πρβλ. αιγυπτ. br, κοπτ. bori, αραβ. būri)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: mullet (Xenokr.),
Other forms: βωρίδιον n., also βουρίδιον (Alex. Trall.).
Derivatives: On the PN with Βωρ- (Βῶρος, Βώρακος, Βώριμος) s. Boßhardt (below).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.
Etymology: Boßhardt Nomina auf -ευς 61 derived the word from βῶροι ὀφθαλμοί H., like Strömberg Fischnamen 42f., but βῶροι is prob. from *Ϝῶροι (s. ὁράω). Connected with Copt. bori, Arab. būrī, s. Thompson Fishes s.v. and Hemmerdinger, Glotta 46 (1968) 247.
Frisk Etymology German
βωρεύς: {bōreús}
Forms: βωρίδιον n., auch βουρίδιον (Alex. Trall.).
Grammar: m.,
Meaning: Seebarbe (Xenokr.),
Etymology: Nach Boßhardt Die Nomina auf -ευς 61 aus βῶροι· ὀφθαλμοί H., weil neben den βωρίδια u. a. auch die τυφλίδια erwähnt werden. Ebenso Strömberg Fischnamen 42f. mit anderen Beispielen desselben Benennungsmotivs. Aber βῶροι steht wahrscheinlich für *ϝῶροι (s. ὁράω); anderseits kann βωρεύς von den gleichbedeutenden kopt. bori, arab. būrī nicht getrennt werden, s. Thompson Fishes s. v. — Zu den EN auf Βωρ- (Βῶρος, Βώρακος, Βώριμος) s. Boßhardt a. a. O.
Page 1,280