αὐτόδεκα
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
just ten, Th.5.20.
Spanish (DGE)
indecl. exactamente diez αὐ. ἐτῶν διελθόντων Th.5.20.
French (Bailly abrégé)
adv.
juste dix, précisément dix.
Étymologie: αὐτός, δέκα.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόδεκα: ἀκριβῶς δέκα, Θουκ. 5. 20· ― αὐτο-δεκάς, άδος, ἡ, αὐτὸς ὁ ἀριθ. δέκα, αὐτὴ ἡ δεκάς. Πλωτῖν. 6. 6, 14.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
αὐτόδεκα: μόλις δέκα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόδεκα: ровно десять Thuc.
Middle Liddell
just ten, Thuc.