ἀμέτοχος
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
ον, having no share of, free from, ἐγκλημάτων interp. in Th.1.39; ἀγαθῶν Epicur.Fr.364; ἀρετῆς, κακίας Stoic.3.90, cf. S.E.M.7.93; Αἰὼν μεταβολῆς ἀ. SIG1125.11 (Eleusis), cf. Ph.1.17, Hierocl.p.33.7A., Alex. Aphr.in Metaph.644.12, Dsc.5.87; ἀ. ὕλης οὐσία Plot.3.5.2; πολλὰ ἑνὸς ἀ. Procl. in Prm.p.559S.; without gen., Phld.Ir.p.63W.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no participa de c. gen. (ἄτομος) ἀ. κενοῦ Epicur.Fr.[153], θεοὶ πάντων ἀγαθῶν ... ἀ. Epicur.Fr.364U., πάσης ... κακίας Chrysipp.Stoic.3.90, μεταβολῆς IG 22.4705.11 (Eleusis I a.C.), γεώδους οὐσίας ἀ. (ἄνθρωπος) Ph.1.49, ἄμμου ἢ ψαφαρίας Dsc.1.97, ἁλυκότητος Dsc.5.87, τῆς τούτου δυνάμεως S.E.M.7.93, πάσης φωνῆς Hierocl.p.33, ψυχῆς Hierocl.p.53, εὐδαιμονίας Max.Tyr.37.8, ὕλης Plot.3.5.2, τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ λευκοῦ Alex.Aphr.in Metaph.644.12, ἑνός Procl.in Prm.725.30, τῆς ζωῆς de la vida de la gracia que proporciona el bautismo, Ammon.Ac.M.85A.561B
•abs., Phld.Ir.63.
2 adv. -ως sin complicidad Eust.1946.32.
German (Pape)
[Seite 123] nicht Theil habend, Thuc. 1, 39 ἐγκλημάτων; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne participe pas à, gén..
Étymologie: ἀ, μετέχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέτοχος: -ον, ὁ μὴ λαμβάνων ἢ ὁ μὴ ἔχων μέρος ἔν τινι, ἐγκλημάτων Θουκ. 1. 39 (ἂν καὶ αἱ λέξεις εἶναι πιθανῶς νόθοι, ἀλλὰ πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 93).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμέτοχος, -ον) μετέχω
αυτός που δεν μετέχει, δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε κάτι, ξένος, άσχετος.
Greek Monotonic
ἀμέτοχος: -ον (μετέχω), αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι, με γεν., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμέτοχος: не принимающий участия, непричастный, чуждый (τινος Thuc., Plut., Sext.).