ἀμφίστροφος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, A turning to and fro, quick-turning, βᾶρις ἀ. A.Supp.882 (Sch. expl. by ἀμφιέλισσα). 2 Ἀμφίστροφον, τό, at Delos, possibly a domed building, IG11(2).142.38 (iv B. C.), al.
Spanish (DGE)
-ον
1 de costados curvados, βᾶρις A.Supp.882.
2 subst. τὸ Ἀ. el Anfístrofon tal vez un edificio con cúpula en Delos IG 11(2).142.38(IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 144] v.l. Schol. Aesch. Suppl. 850, für ἀντίστροφος, erkl. ἀμφιέλισσα, von beiden Seiten gewendet, gerudert.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
balancé par les flots.
Étymologie: ἀμφί, στρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίστροφος: -ον, ὁ τῇδε κἀκεῖσε στρεφόμενος, ὁ ταχέως στρεφόμενος, εὔστροφος, Λατ. versatilis, βᾶρις ἀμφ. = ἀμφιέλισσα Αἰσχύλ. Ἱκ. 882. Τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέχθησαν μετὰ τοῦ Πόρσωνος ὁ Δινδόρφιος καὶ ὁ Ἕρμαννος (ἀντὶ τῆς κοιν. γραφ. ἀντίστροφος), ὁδηγούμενοι ἐκ τῶν εἰς τὰς Ἱκέτιδας Σχολ.: «τὴν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἑλισσομένην, ὅ ἐστιν ἀμφιέλισσαν.»
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίστροφος, -ον)
αυτός που στρέφεται μπρος και πίσω, προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
αρχ.
αυτός που στρέφεται γρήγορα, εύστροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -στροφος < στρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίστροφος: поворачивающийся во все стороны, колеблемый (волнами) или верткий, легкий (βᾶρις Aesch.).