ἀποφατικός

From LSJ
Revision as of 19:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφᾰτικός Medium diacritics: ἀποφατικός Low diacritics: αποφατικός Capitals: ΑΠΟΦΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apophatikós Transliteration B: apophatikos Transliteration C: apofatikos Beta Code: a)pofatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἀπόφημι) A negative, opp. καταφατικός, λόγος Arist.Cat.12b8, cf. Chrysipp.Stoic.2.55,69; ἐπίρρημα A.D.Synt.245.24. Adv. -κῶς Arist.APr.64a14; also written for ἀποφαντικῶς, A.D. Pron.27.16. II conclusive, PLond.5.1902v (vi A.D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 concluyente νομίμῳ τρόπῳ καὶ ἀποφατικῷ PLond.1902ue. (VI d.C.)
aseverativo φωνή Gr.Nyss.Eun.3.7.43.
2 adv. -ῶς en forma de respuesta Eus.DE 10.8
dogmáticamente Diodor.T.Rom.(p.84.28).
-ή, -όν
1 negativo op. καταφατικός: ἡ ἀπόφασις λόγος ἀ. Arist.Cat.12b8, συμπλοκή Chrysipp.Stoic.2.69, cf. Plu.2.732f, ἐπίρρημα A.D.Synt.245.24, φωνή A.D.Adu.133.22, τὸ ... ἀ. οὐδέτερον A.D.Synt.10.21, 16.5, 9, 244.7
teol. del conocimiento de Dios por vía negativa θεολογίαι Dion.Ar.Myst.M.3.1032C, de un precepto prohibitivo Ast.Am.Hom.1.1.1.
2 subst. τὸ ἀ. renuncia a la vanidad del mundo PLond.1927.44 (IV d.C.).
3 adv. -ῶς op. καταφατικῶς negativamente λέγεσθαι Arist.APr.64a14, θεολογούμενος Procop.Gaz.M.87.1452A.

German (Pape)

[Seite 334] verneinend, Gegensatz καταφατικός, im adv.; Arist. de interpr. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
t. de gramm. ou de logique négatif.
Étymologie: ἀπόφημι.
Ant. καταφατικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποφατικός, -ή, -όν) απόφημι
αρνητικός
νεοελλ.
γραμμ.
1. «αποφατικά μόρια» — αυτά που δηλώνουν άρνηση (ου, μη, δεν κ.λπ.)
2. «αποφατική πρόταση» — αυτή που εισάγεται με αρνητικό μόριο ή περιέχει άρνηση.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφᾰτικός: отрицательный (λόγος, πρότασις Arst.).