ἀστρωσία

From LSJ
Revision as of 18:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρωσία Medium diacritics: ἀστρωσία Low diacritics: αστρωσία Capitals: ΑΣΤΡΩΣΙΑ
Transliteration A: astrōsía Transliteration B: astrōsia Transliteration C: astrosia Beta Code: a)strwsi/a

English (LSJ)

ἡ, practice of sleeping without bedding, Pl.Lg.633c (pl.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
carencia de manta en plu. ἀνυποδησίαι καὶ ἀστρωσίαι Pl.Lg.633c, cf. Aristaenet.2.20.23.

German (Pape)

[Seite 378] ἡ, das Liegen ohne Bett u. ohne Decken, Plat. Legg. I, 633 c neben ἀνυποδησία.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρωσία: ἡ pl. отдых или сон без подстилки, т. е. на голой земле Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρωσία: ἡ, ἡ ἕξις τοῦ κατακλίνεσθαι οὐχὶ ἐπὶ στρωμνῆς, ἀστρωσίαι καὶ ἀνυποδησίαι Πλάτ. Νόμ. 633C.

Greek Monolingual

η (Α ἀστρωσία) άστρωτος
η έλλειψη στρώματος, το να κοιμάται κανείς χωρίς στρώμα, δηλαδή καταγής
νεοελλ.
η ακαταστασία, η ασυγυρισιά.