ἀστρολογία

From LSJ
Revision as of 13:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρολογία Medium diacritics: ἀστρολογία Low diacritics: αστρολογία Capitals: ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: astrología Transliteration B: astrologia Transliteration C: astrologia Beta Code: a)strologi/a

English (LSJ)

ἡ, A astronomy, X.Mem.4.7.4, Isoc.11.23; a branch of mathematics, Arist. Ph.193b26, Metaph.989b33, cf.997b35; γεωμετρίατε καὶ ἀ. Vit.Philonid. p.4 C.; ἀ. ναυτική Arist.APo.78b40. 2 later, astrology, S.E.M. 5.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 astronomía νεωτέρους ... ἐπ' ἀστρολογίᾳ ... διατρίβειν ἔπεισεν Isoc.11.23, cf. Arist.Pol.1259a11 (= Thal.A 10), Arist.APo.78b40, Aristox.Harm.40.1, X.Mem.4.7.4, Plb.9.14.5, Vit.Philonid.p.945
como una parte de la Física, Arist.Ph.193b26
Ναυτικὴ ἀ. tít. de una obra de Tales, D.L.1.23 (= Thal.A 1), Ἀ. tít. de una obra de Cleóstrato, Cleostratus 1-4, de Arato, Arat.SHell.88.
2 astrología Cic.Diu.2.42.87, S.E.M.5.1.

German (Pape)

[Seite 378] ἡ, Sternkunde, Xen. Mem. 4, 7, 4; Arist. pol. 1, 4; Pol. 9, 14 u. Sp.; auch für Astrologie.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
astronomie.
Étymologie: ἀστρολόγος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρολογία: ἡ, ἀστρονομία, Λατ. astrologia, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 4, Ἰσοκρ. 226Α· κλάδος τῶν μαθηματικῶν, Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 4, Μεταφ. 1. 8, 17, πρβλ. 2. 2, 23, κ. ἄλλ. 2) μεταγεν. ἀστρολογία ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀστρονομίαν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 1.

Greek Monolingual

η (AM ἀστρολογία) αστρολόγος
η τέχνη που προσπαθεί να προσδιορίσει την επίδραση των άστρων στη ζωή των ατόμων και των γεγονότων
αρχ.
1. η αστρονομία
2. κλάδος των μαθηματικών (Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ἀστρολογία: ἡ, αστρονομία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρολογία:учение о небесных светилах, астрономия Xen., Arst., Plut.

Middle Liddell

ἀστρολόγος
astronomy, Xen.