ἀχαράκωτος

From LSJ
Revision as of 14:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχᾰράκωτος Medium diacritics: ἀχαράκωτος Low diacritics: αχαράκωτος Capitals: ΑΧΑΡΑΚΩΤΟΣ
Transliteration A: acharákōtos Transliteration B: acharakōtos Transliteration C: acharakotos Beta Code: a)xara/kwtos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, not palisaded, Plb.10.11.2, Plu.Mar.20: metaph., defenceless, friendless, Philostr.VA5.35. Adv. -τως, αὐλίσασθαι App.BC3.70.

Spanish (DGE)

-ον
1 no protegido por empalizada τόπος Plb.10.11.2, cf. Plu.Mar.20
fig. desprotegido de pers., Philostr.VA 5.35.
2 adv. -ως sin protegerse con empalizada ηὐλίσατο ἐν κώπῃ παρὰ τὸ πεδίον ἀ. App.BC 3.70.

German (Pape)

[Seite 417] nicht verpallisadirt, unbefestigt, Pol. 10, 11; Plut. Mar. 20. – Adv. -κώτως, App.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non garni de palissades.
Étymologie: , χαρακόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχᾰράκωτος: -ον, ὁ μὴ κεχαρακωμένος, ὁ ἄνευ χαρακωμάτων, Πολύβ. 10. 11, 2, Πλουτ. Μάρ. 20. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀππιαν. Ἐμφ. 3. 70.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀχαράκωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα
2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες)
3. ο αχάρακτος, όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό εργαλείο
αρχ.
1. άφραχτος, ανοχύρωτος
2. χωρίς φίλους, απροστάτευτος.

Greek Monotonic

ἀχᾰράκωτος: -ον (χαρακόω), μη περιφραγμένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχᾰράκωτος: не обнесенный частоколом, неукрепленный (ἤπειρος Polyb.; στρατόπεδον Plut.).

Middle Liddell

χαρακόω
not palisaded, Plut.