ἀχέτας
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
English (LSJ)
or ἀχέτᾰ, Dor. and Att. for ἠχέτης (q.v.).
Spanish (DGE)
ἀχέτης v. ἠχέτης
German (Pape)
[Seite 417] ὁ, dor. für ἠχέτης, tönend, κύκνος Eur. El. 151; Φοῖβος Dionys. ep. 2; τέττιξ Archi. 29 (VII, 213); geradezu für die Cicade gesagt, Arist. H. A. 4, 7; Ar. Av. 1095 Pax 1159.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἠχέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχέτας: ἢ ἀχέτᾰ, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ἠχέτης, ὃ ἴδε.
English (Slater)
ᾱχέτας shrill ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει Θρ. 3. 6.
Greek Monolingual
ἀχέτας (δωρ. τ.) και ἀχέτης (αττ. τ.), ο (Α)
ο ηχέτης, αυτός που έχει δυνατή ή ευχάριστη φωνή.
Greek Monotonic
ἀχέτας: ή ἀχέτᾰ, Δωρ. και Αττ. αντί ἠχέτης.
Russian (Dvoretsky)
ἀχέτας: дор. = ἠχέτης I и II.