ἁμιλλητήρ
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
ῆρος, racing, τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου S.Ant.1065.
Spanish (DGE)
-ῆρος
• Prosodia: [ᾰ-]
I adj.
1 de la carrera κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν sabe que no cumplirás ya muchas vueltas de la carrera del sol e.d. no verás ya muchos días S.Ant.1065.
2 rival δίφρος Nonn.D.37.356, μῦθος Nonn.Par.Eu.Io.7.41, φονῆες Nonn.Par.Eu.Io.19.24, c. gen. (μῦθον) ἁμιλλητῆρα σιωπῆς Nonn.Par.Eu.Io.16.17.
II subst. rival γαμίης φιλότητος Nonn.D.6.80, ἐρώτων Nonn.D.6.12.
German (Pape)
[Seite 125] ῆρος, ὁ, Wettkämpfer, τροχοὶ ἡλίου, um die Wette eilende, s. τροχός, Soph. Ant. 1052; sp. D.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui lutte dans une course : μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν SOPH (que) tu n’accompliras pas beaucoup de courses émules du soleil, càd (que) le cours de ta vie n'égalera pas plusieurs révolutions du soleil.
Étymologie: ἁμιλλάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμιλλητήρ: ῆρος, ἀνταγωνιστής, τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν Σοφοκλ. Ἀντ. 1065, ἴδε ἐν λ. τρόχος Β.
Greek Monolingual
ἁμιλλητὴρ (-ῆρος), ο (Α)
αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. -τήρ.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμιλλητήριος].
Greek Monotonic
ἁμιλλητήρ: -ῆρος, ὁ (ἁμιλλάομαι), ανταγωνιστής στον αγώνα, βλ. τρόχος Β.
Russian (Dvoretsky)
ἁμιλλητήρ: ῆρος adj. состязающийся (в беге), т. е. быстро движущийся, стремительный (τρόχοι ἡλίου Soph.).
Middle Liddell
ἁμιλλάομαι
a competitor in the race, v. τρόχος B.