εἰκονογραφία

From LSJ
Revision as of 12:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκονογρᾰφία Medium diacritics: εἰκονογραφία Low diacritics: εικονογραφία Capitals: ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: eikonographía Transliteration B: eikonographia Transliteration C: eikonografia Beta Code: ei)konografi/a

English (LSJ)

ἡ, sketch, description, Str.15.1.69.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 imagen, estatua ἐν ... ταῖς ... ἁγίαις εἰκονογραφίαις προσκυνοῦσιν αὐτόν (τὸν Θεόν) Anon.Hier.Luc.2.82.
2 ret. descripción τὴν δὲ λοιπὴν εἰκονογραφίαν παρ' ἐκείνου ληπτέον Str.15.1.69, cf. Dion.Ar.CH 15.9, def. como ὅταν κατὰ τὴν ἀπόδοσιν τῆς μορφῆς ὁμοιώσεως ἐφάπτηται Plb.Rh.p.108.15.

German (Pape)

[Seite 727] ἡ, Abbildung, Darstellung, Strab. XV p. 718.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκονογρᾰφία: ἡ, εἰκών, περιγραφή, Στράβων 718.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εἰκονογραφία)
νεοελλ.
1. η ζωγραφική απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων («βυζαντινή εικονογραφία»)
2. η τέχνη ή το έργο του εικονογράφου
3. προσωπογραφία
4. αναπαράσταση με εικόνες
5. διακόσμηση (π.χ. βιβλίου) με εικόνες