ἐκκυνηγετέω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
pursue in the chase, hunt down, τινά E.Ion 1422, prob. in A.Eu.231.
Spanish (DGE)
(ἐκκῠνηγετέω)
dar caza, perseguir ἡ θεὸς αὐτὸν ἐκκυνηγετοῦσα Dam.Isid.302
•fig. τίς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; E.Io 1422, τὴν νυμφαγωγὸν ἐκκυνηγετῶν τρόπιν Lyc.1025.
German (Pape)
[Seite 765] jagen, verfolgen; Eur. Ion 1422; Lyc. 1025; vgl. Aesch. Eum. 221.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poursuivre avec une meute.
Étymologie: ἐκ, κυνηγετέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῠνηγετέω: κυνηγῶ, καταδιώκω, τὶς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; Εὐρ. Ἴων 1422· καὶ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 231, ὁ Erfurdt διώρθωσε κἀκκυνηγετῶ ἀντὶ κἀκκυνηγέτης, ἐνῷ ὁ Well. προτείνει κακκυνηγέτις (δηλ. κατακ-).
Greek Monotonic
ἐκκῠνηγετέω: μέλ. -ήσω, συνεχίζω, εμμένω στην καταδίωξη, καταδιώκω, παίρνω από πίσω, κυνηγώ, τινα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκῠνηγετέω: преследовать словно дичь (τινα Aesch., Eur.).