ἑλκαίνω
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
(ἕλκανον) fester, A.Ch.843.
Spanish (DGE)
sufrir una herida fig. δόμοις ... φόνῳ τῷ πρόσθεν ἑλκαίνουσι καὶ δεδηγμένοις para el palacio herido y lacerado por una muerte anterior A.Ch.843.
German (Pape)
[Seite 798] an einer Wunde leiden, verwundet sein, Aesch. Ch. 830.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être blessé.
Étymologie: ἕλκος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκαίνω: (ἕλκος) ἔχω ἕλκος, ἑλκοῦμαι, Αἰσχύλ. Χο. 843 (ἔνθα τὸ φόνῳ τῷ πρόσθεν, ὡς ὁ Paley παρατηρεῖ, εἶναι ἡ δοτικὴ ἀποδιδομένη εἰς τὸ ἑλκαίνοντι καὶ δεδηγμένῳ).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἑλκαίνω: (ἕλκος), έχω έλκος, είμαι πληγωμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκαίνω: страдать от ран, быть раненным Aesch.