εἰσκαλαμάομαι
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
(κάλαμος 1.2) haul in, as an angler the fish which he has hooked, Ar.V.381.
Spanish (DGE)
(εἰσκᾰλᾰμάομαι)
cóm. capturar como a un pez pescado con caña μ' εἰσκαλαμᾶσθαι de Filocleón descolgándose con una cuerda, Ar.V.382.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
prendre à la ligne.
Étymologie: εἰς, κάλαμος.
Russian (Dvoretsky)
εἰσκᾰλᾰμάομαι: староатт. ἐσκαλαμάομαι κάλαμος досл. выуживать, ирон. втаскивать (τινα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκᾰλᾰμάομαι: (κάλαμος Ι. 2) ἀποθ. ἀντὶ ἐκκαλαμάομαι, ἐπὶ τῶν διὰ καλάμου τοὺς ἰχθῦς ἀγρευόντων, ἀνασπῶ, ἀνέλκω. Ἀριστοφ. Σφ. 381.
Greek Monotonic
εἰσκᾰλᾰμάομαι: (κάλαμος II. 2), αποθ., παίρνω μέσα, τραβώ, έλκω, όπως εκείνος που ψαρεύει με πετονιά το ψάρι που έχει αγκιστρωθεί σ' αυτήν, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κάλαμος II. 2]
to haul in as an angler the fish which he has hooked, Ar.