διαιρετικός

From LSJ
Revision as of 20:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαιρετικός Medium diacritics: διαιρετικός Low diacritics: διαιρετικός Capitals: ΔΙΑΙΡΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diairetikós Transliteration B: diairetikos Transliteration C: diairetikos Beta Code: diairetiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A logically distinguishable, Pl.Sph.226c. 2 able to divide, separative, Arist.Pr.884b35; διαιρετικὴ δύναμις Plu.2.1026d, cf. 952b. 3 given to resolving diphthongs, διαιρετικώτατοι οἱ Ἴωνες A.D.Pron.95.4. 4 suited for breaking up, λίθων Gal.19.694. II in Logic, by means of division, ὅροι Arist.APo.91b39; διαιρετική, ἡ, as a branch of Dialectic, Ammon.in APr.7.31, cf. Iamb.Comm.Math.20; διαιρετικὴ μέθοδος Gal.10.115; διαιρετικὸς συλλογισμός = disjunctive syllogism, with contradictory alternatives, Stoic.2.87. Adv. διαιρετικῶς Plu.2.802f. III Rhet., concerned with distribution under heads, τέχνη Hermog.Inv.3.4, cf. Stat.6, Lib. Decl.49Intr.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I sent. material
1 de cosas capaz de romper, destructivo πνεῦμα Chrysipp.Stoic.2.319, πῦρ como uno de los cuatro elementos de la naturaleza, Plu.2.952b
subst., c. gen. τὰ διαιρετικὰ τῶν λίθων (τῶν ἐν νέφρῳ) Gal.19.694
que puede hendir o herir de un golpe, Arist.Pr.884b35.
2 capaz de separar gram. παρὰ μόνοις Ἴωσιν ... διαιρετικωτάτοις οὖσι sólo entre los jonios que son los más aficionados a hacer diéresis, e.d., a deshacer diptongos y contracciones, A.D.Pron.95.4.
II sent. téc.
1 fil. que divide, divisorio διαιρετικὰ ... τὰ λεχθέντα εἴρηται σύμπαντα todas las palabras que hemos dicho son con idea de dividir o separar Pl.Sph.226c, ἐν τοῖς διαιρετικοῖς ὅροις en las definiciones que se hacen mediante divisiones Arist.APo.91b39, ἡ διαιρετικὴ δύναμις la capacidad de dividir Plu.2.1026d, κατὰ τὰς διαιρετικὰς μεθόδους según los métodos divisorios Gal.10.115, ἡ τοιαύτη ὁμολογία δ. ... τῶν ὑπὸ τῆς ἑνώσεως συνημμένων ref. a las naturalezas divina y humana de cristo, Pamph.Mon.Solut.6.6
διαιρετική = el arte de dividir una de las partes de la dialéctica, Ammon.in APr.7.31, ἐπειδὰν ἡ διαιρετικὴ τῆς μαθηματικῆς διέλῃ κατὰ γένη καὶ εἴδη Iambl.Comm.Math.20
lóg. διαιρετικὸς συλλογισμός = silogismo disyuntivo c. opciones contradictorias, Chrysipp.Stoic.2.87.
2 mat. que puede dividir, divisor subst. τὸ φύσει δ. ἀριθμοῦ la capacidad natural de dividir de un número Plu.2.429e.
3 ret. ἡ δ. τέχνη el arte o ciencia de la distribución de los encabezamientos de los discursos, Hermog.Inu.3.4 (p.132), plu., Lib.Decl.49.proem.1.2.
III divisible subst. τὰ διαιρετικά las cosas divisibles Arist.Cael.313b7.
IV adv. διαιρετικῶς = mediante divisiones y subdivisiones, con matices excesivamente sutiles ref. al mal político, Plu.2.802f
mediante la división ἐπισκοπεῖ (la dialéctica) ... αὐτὸ ... ὁ ἔστιν ἕκαστον op. ἀναλυτικῶς ‘mediante el análisis', Alcin.156.27.

German (Pape)

[Seite 579] ή, όν, zum Trennen, Unterscheiden gehörig, geschickt, Plat. Soph. 223 c; πῦρ δ. καὶ διαστατικόν Plut. pr. frig. 16; Sp.; διαιρετικῶς λέγειν, Plut. reip. ger. pr. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 divisible;
2 qui sert ou peut servir à diviser.
Étymologie: διαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαιρετικός -ή -όν [διαιρετός] onderscheidbaar.

Russian (Dvoretsky)

διαιρετικός:
1) подлежащий разделению, расчленимый (τὰ λεχθέντα Plat.);
2) построенный, основанный на разделении (ὅροι Arst.);
3) разделяющий, раскалывающий, разбивающий (πληγή Arst.; τομὸς καὶ δ. Plut.);
4) грам. (о ион. диалекте) изобилующий диэрезисами.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να διαιρεί, να χωρίζει
αρχ.
1. ο πρόσφορος για χωρισμό
2. αυτός που προφέρει αναλυτικά τις διφθόγγους
3. (ρητ.) μεριστικός
4. (λογ.) προερχόμενος από διαίρεση
5. το θηλ. ως ουσ. η διαιρετική
κλάδος της διαλεκτικής
6. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το διαιρετικόν
μικρή ορίζονται γραμμή (-) με την οποία οι λέξεις χωρίζονται σε συλλαβές (αλλιώς ενωτικό, συνέχεια
7. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ.) τα διαιρετικά
τα διαλυτικά (··) (αλλιώς διάστιγμα).

Greek Monotonic

διαιρετικός: -ή, -όν (διαιρέω), διαιρετός, διανεμητός, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαιρετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς διαίρεσιν, ὃν δύναταί τις νὰ διαιρέσῃ, Πλάτ. Σοφ. 226C. 2) ἱκανὸς νὰ διαιρέσῃ, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, Πλούτ. 2. 952Β. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, διὰ διαιρέσεως γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὑστ. 2. 5, 4. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 802F. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορ., πρὸς διαίρεσιν κατάλληλος, μεριστικός, Ἑρμογ.

Middle Liddell

διαιρετικός, ή, όν διαιρέω
divisible, Plat.