διασπαρακτός

From LSJ
Revision as of 23:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπᾰρακτός Medium diacritics: διασπαρακτός Low diacritics: διασπαρακτός Capitals: ΔΙΑΣΠΑΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: diasparaktós Transliteration B: diasparaktos Transliteration C: diasparaktos Beta Code: diasparakto/s

English (LSJ)

ή, όν, torn to pieces, E.Ba.1220, Ael.NA12.7.

Spanish (DGE)

(διασπᾰρακτός) -ή, -όν
despedazado, destrozado del cuerpo de Penteo, E.Ba.1220
troceado, descuartizado διασπαρακτὰ κεῖται (κρέα βοῶν) γυμνὰ ὀστῶν Ael.NA 12.7.

German (Pape)

[Seite 603] zerrissen, Eur. Bacch. 1218.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mis en lambeaux, déchiré.
Étymologie: διασπαράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd.

Russian (Dvoretsky)

διασπᾰρακτός: разорванный на части, растерзанный (σῶμα Πενθέως Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διασπαρακτός: -ή, -όν, κατεσπαραγμένος, εἰς τεμάχια κατεσχισμένος, Εὐρ. Βάκχ. 1220, Αἰλ. π. Ζ. 12. 7.

Greek Monotonic

διασπᾰρακτός: -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

adj [from διασπᾰράσσω]
torn to pieces, Eur.