δοχμόλοφος

From LSJ
Revision as of 12:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοχμόλοφος Medium diacritics: δοχμόλοφος Low diacritics: δοχμόλοφος Capitals: ΔΟΧΜΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: dochmólophos Transliteration B: dochmolophos Transliteration C: dochmolofos Beta Code: doxmo/lofos

English (LSJ)

ον, with slanting, nodding plume, A.Th.114 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
dud. de penacho transversal u ondeante κῦμα ... δοχμολόφων ἀνδρῶν A.Th.111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l'aigrette retombe (sur le casque).
Étymologie: δοχμός, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

δοχμόλοφος: с наклонившимся или качающимся султаном на шлеме (ἄνδρες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δοχμόλοφος: -ον, ἔχων λόφον λοξὸν ἢ νεύοντα, προσκλίνοντα πλαγίως, Αἰσχύλ. Θήβ. 115.

Greek Monolingual

δοχμόλοφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον λόφο της περικεφαλαίας γερμένο προς τη μία πλευρά.

Greek Monotonic

δοχμόλοφος: -ον, αυτός που έχει λοφίο κεκλιμένο, κυρτό, γυρτό ή περικεφαλαία με φούντα που πέφτει στα πλάγια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δοχμό-λοφος, ον adj
with slanting, nodding plume, Aesch.