εὐκαθαίρετος

From LSJ
Revision as of 13:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαθαίρετος Medium diacritics: εὐκαθαίρετος Low diacritics: ευκαθαίρετος Capitals: ΕΥΚΑΘΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: eukathaíretos Transliteration B: eukathairetos Transliteration C: efkathairetos Beta Code: eu)kaqai/retos

English (LSJ)

ον, easy to conquer, Th.7.18 (Comp.); easily exhausted, δυνάμεις Herod.Med. ap. Orib.5.30.11; unstable, τύχη, πρᾶγμα, Vett.Val.175.30,212.21.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht herunterzureißen, zu überwältigen, Thuc. 7, 18, im comparat.; auch Sp., wie D. C. 47, 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à renverser, à conquérir;
Cp. εὐκαθαιρετώτερος.
Étymologie: εὖ, καθαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐκαθαίρετος: легко победимый (Σικελιῶται Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαθαίρετος: -ον, εὐκόλως καταβαλλόμενος, ἡττώμενος, Θουκ. 7. 18, Δίων Κ. 47. 37· ὁ εὐκόλως καταλυόμενος, Βασίλ. τ. 1. σ. 1036Β· ἐπὶ τείχους, τὸ εὐκόλως καταρριπτόμενον, Πολυδ. Α΄, 170.

Greek Monolingual

εὐκαθαίρετος, -ον (Α)
1. (για τείχος) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα
2. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («οὗτος οὐκ εὐκαθαίρετος ἔδοξεν εἶναι σφίσι», Δίων Κάσσ.)
3. αυτός που εξαντλείται εύκολα
4. ασταθής, ευμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθαιρετός < καθαιρώ].

Greek Monotonic

εὐκαθαίρετος: -ον, αυτός που κατακτιέται, νικιέται εύκολα, σε Θουκ.

Middle Liddell

εὐ-καθαίρετος, ον
easy to conquer, Thuc.

English (Woodhouse)

easy to crush

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)