οἴεος

From LSJ
Revision as of 15:29, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴεος Medium diacritics: οἴεος Low diacritics: οίεος Capitals: ΟΙΕΟΣ
Transliteration A: oíeos Transliteration B: oieos Transliteration C: oieos Beta Code: oi)/eos

English (LSJ)

α, ον, of or from a sheep, διφθέραι sheep-skins, Hdt.5.58; τυροί SIG1027.13 (Cos): hence ὀέα (q.v.) and οἰίας (with dial. change of -εα- to -ία-) · τῶν προβάτων τὰ σκεπαστήρια δέρματα (leather coats for sheep, brats), Hsch. (Skt. avyáyas, Adj. from ávis = ὄϝις 'sheep'.)

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de brebis ; subst.οἰέη (δορά) peau de brebis.
Étymologie: οἶς.

Russian (Dvoretsky)

οἴεος: овечий (διφθέρα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

οἴεος: -α, -ον, (οἶς) ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον ἢ ἐκ προβάτου, διφθέρα Ἡρόδ. 5. 58· - ὡσαύτως ὀέα (ἐξυπ. δορά), δέρμα προβάτου, «μηλωτὴ» Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ «οἰίας (δηλ. οἰείας)· τῶν προβάτων τὰ σκεπαστήρια δέρματα».

Greek Monolingual

οἴεος, -έα, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή αυτός που προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄϊς «πρόβατο» + κατάλ. -εος (πρβλ. ταύρ-εος)].

Greek Monotonic

οἴεος: -α, -ον (οἶς), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

οἴεος, η, ον [οἶς]
of or from a sheep, Hdt.